δαρμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαρμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δαρμὸς ὁ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κρώμν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) δαρμὸ ὁ Πόντ. (Ὄφ.) Τσακων. δραμὸς Πόντ. (Οἰν.) ρδαμὸς Πόντ. (Χαλδ.) δερμὸς Κύπρ. - Π. Λιασίδ., Τὰ φκιόρκ. τῆς καρκ., 32 βαρμὸς Κάρπ. (Διαφάν. Ἔλυμπ. Μεσοχώρ. Σπόα) δαρμὸν τό, Πόντ. (Κοτύωρ κ.ἀ.) δραμὸν Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) δαρμὸ Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν. 3, 14.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. δαρμός Βλ. Ἡσύχ. «μάστιγας. δαρμούς»· «σπαράγμασι· ξεσμοῖς. ταραχαῖς. ἀποβολαῖς. δαρμοῖς.» Διὰ τὴν μεταβολὴν τοῦ γένους εἰς τοὺς τύπ. δαρμόν, δραμόν, δαρμὸ βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ. 2,52.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐνέργεια τοῦ δέρω, ἡ μαστίγωσις, τὸ ξυλοκόπημα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Τὴν ἔπιˬασε ἡ μητρυιά της καὶ τὴ σκότωσε ᾿ς τὸ δαρμὸ Ἤπ. Ἀπ᾿ τὸ δαρμὸ τὸν πολὺ τὸ παιδὶ ἀνασπαράζει Ἤπ. (Παλάσ.) Νὰ ᾿ξερε gανεὶς τὸ δαρμὸ καὶ τὸ σκοτωμό ποὺ ᾿ναι καμωμένος ᾿ς ἐκεῖνο τὸ σπίτι ἀ᾿ τὴ δουλε͜ιὰ ᾿φτὴ Νάξ. (Ἀπὺρανθ.) Τὸν ἀπαράτ᾿σ᾿ ὕστιρα ἀπ᾿ τὸ δαρμὸ Μακεδ. Τοῦ ᾿δωκα ᾿να δαρμὸ ποὺ τ᾿ ἄξιζε Ἤπ. (Μαργαρίτ.) ᾿Φτὸς ᾿ὲν dὸ φ-φουᾶται τὸ δ-δαρμὸν Κῶς (Καρδάμ.) Νά ᾿ῇς βαρμό τ-τὸν ἤρριξε (᾿ῇς = δῇς) Κάρπ. (Διαφάν.) Τὰ ᾿πιˬακι οὑ ντραγάτ᾿ς πὄκλιφταν τὰ σταφύλιˬα κὶ τ᾿ς ἔδουκι ἕναν καλὸ δαρμὸ (ντραγάτ᾿ς = δραγάτης, ἀγροφύλαξ) Ἤπ. (Κουκούλ.) Δὰ σὶ κάμου μαῦρουν ᾿ς τοὺ δαρμὸ (δὰ = θὰ) Μακεδ. (Δρυμ.) Ἂν δὲ μου ᾿γήῃς ποῦ ἔκριψις τοὺ σκιπάρνι, δὰ φᾷς πουλὺν δαρμὸ (μου᾿γήῃς = ὁμολογήσῃς) αὐτόθ. Θέλεις δαρμὸ μὲ τὸ ζ᾿γιαστόξ᾿λο Ἤπ. (Κασταν.) Ὄ σ᾿ ἀοῦα μὶ τσὶ δαρμὸ ἔνι ἔτενι. Ν᾿ ἐσκοτοῦτσε τὸ ἔρμο καμπζὶ (δὲν μοῦ λέγεις, τὶ δαρμὸς ἦτο ἐκεῖνος. Τὸ σκότωσε τὸ ἔρημο παιδὶ) Τσακων. || Φρ. Ἔφαα δαρμὸν τρανὸν (ἐξυλοκοπήθην ἀγρίως) Πόντ. (Τραπ.) Συνών. φρ. Ἔφαγα ξύλο τῆς χρονιˬᾶς μου. Ἔφαγεν τὰ δραμοὺς Πόντ. (Οἰν.) Θὰ φάγουν δαρμὸ (θὰ ξυλοκοπηθοῦν) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἔπεσε δαρμὸς Στερελλ. (Παρνασσ.) Χίος. Τοῦ ἔδωκα ἕνα δαρμό, ποὺ ἔβαλε καί ᾿ς τὴ bουζ᾿νάρα τ᾿ (στὴν τσέπη του) Κεφαλλ. Τοὺν τρώιτι δαρμὸς (ἐπιζητεῖ νὰ τὸν δείρουν) Μακεδ. (Δρυμ.) || Παροιμ. φρ. Δαρμὸς ἁγιˬασμός (ἐπὶ τῶν διὰ ξυλοκοπὴματος σωφρονιζομένων) πολλαχ. Διὰ τὴν σημ. πβ. τὸ παρὰ Κεκαυμ., Στρατηγ. 41, 21 «χειρωσάμενος σε διὰ δαρμοῦ καὶ κουρᾶς σωφρονὴσει» || Γνωμ. Ὅπο͜ιος δὲν ἀκούει γερόντου πάει δαρμὸν του (ὅποιος δὲν ἀκούει συμβουλὲς γερόντων ὁδηγεῖται εἰς τὴν καταστροφὴν) Εὔβ. (Κάρυστ.) Ὁ δαρμὸς κ᾿ ἡ ἀτιμία δὲν ἐβγαίνει ᾿ς τὴν πλυσία (διὰ τοιαῦτα παθήματα δὲν ὑπάρχει ἱκανοποίησις) Ἤπ. Ὁ δαρμὸς καὶ τὸ γαμήσι πίσω δὲ γυρίζει (συνών. μὲ τὸ προηγουμ.) Ἤπ. (Παραμυθ.) κ.ἀ. Φυλάξου ἀπὸ βουβοῦ δαρμὸ (ἐπὶ ἀνοικτιρμόνων) Ἤπ. Ξένος πόνος, ξένος δαρμὸς (ἐπὶ τῶν μὴ συμπασχόντων) Στερελλ. (Δεσφ.) || ᾌσμ. Καὶ γέρνου τ-τη κ-κ᾿ οἱ ᾿ώεκα καὶ γέρνει τήκ-κ᾿ ἡ μάννα, μ᾿ ὡσὰ τ-τῆς μάννας τόδ - δαρμό, ἄλ-λος δαρμὸς ᾿ὲν ἦτο (᾿ώεκα = δώδεκα) Κάρπ. Κιˬ ὅλοι οἱ δαρμοί, δαρμοί ᾿σανε κιˬ ὅλοι δαρμοὶ, δαρμοί ᾿ναι, μὰ σὰ τζῆ μάννας τὸ δαρμό, ἄλλος δαρμὸς δὲν εἶναι Κρήτ. (Σητ.) Ἄφησ᾿, ἀφέdη, τσὶ δαρμοὺς κιˬ ἂς πάψου dὰ μαgλάβιˬα νὰ κάτσω ν᾿ἀναστορηθῶ ᾿ς εἶdα χωριˬὸ τοὺς εἶδα (μαgλάβια = βασανιστὴρια) Κρήτ. Διˬάβιν᾿, ἀγόρι μ, διάβινι πὼς ἧσαν μαθημένους ᾿ποὺ μάλουμα κιˬ ἀποὺ δαρμὸ ἀγάπη δὲ χουρίζει Θρᾴκ. (Σουφλ.) || Ποίημ. ………τσ᾿ εἰς τὸν δερμὸν της βκάλλει φύτσιˬα ταὶ κάρτες πόλιτσες ἔξω ᾿ς τὸ παραγιˬάλιν (ἐνν. ἡ θάλασσα) Π. Λιασίδ., Τὰ φκιόρκ. τῆς καρκ., 32. Μέσ᾿ ᾿ς τῆς φουρτούνας τὸ δαρμό σὰν ηὖρ᾿ ἀναπαμὸ Μ. Τσιριμώκ., Σονέτ, 10. 2) Κοπετός, ὀδυρμὸς Ἀντικύθ. Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Θρᾴκ. Κῶς (Καρδάμ.) Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. Χίος κ.ἀ. - Γ. Βλαχογιάνν., Γῦροι ἀνέμ., 96 Κ. Παλαμ., Τάφ2, 75 Πεντασύλλ., 113 Τρισεύγ., 78 Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 13 - Λεξ. Δημητρ.: Κλαμὸς καὶ δαρμὸς θά ᾿ναι τώρα ᾿κεῖ Ἀπύρανθ. Κλάματα τσαὶ δαρμοὶ Μεγίστ. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἔbαιναν ᾿ς τὴ χώρα, ἀκοῦνε θρήνους καὶ δαρμοὺς (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Οὐού, κλιˬαμὸς καὶ δαρμὸς ποὺ γίνηκεμ -μόχ - χωριˬὸ (μόχ = μέσα) Χίος Δαρμὸς τώρα, καταλαβαίνεις, ἕνα κιˬόλας τό ᾿χανε, τὸ θάψανε τὸ κοπέλι Ἀντικύθ. ᾿Κούουνdαι δαρμοὶ καὶ κλάματα Καρδάμ. Θρῆνος καὶ δαρμὸς ἤτανε ᾿ς τὸ παλάτι Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾿ ἀν. || ᾌσμ. Μεγάλη Παρασκευὴ | κλάματα καὶ δαρμοὶ Μεγάλο Σάββατο | οἱ Ἑβραῖοι ᾿ς τὸ θάνατο Σῦρ. Ἀκοῦς τὸ θρῆνο τὸν πολύν, ὁποὺ βογγοῦν τὰ δάση καὶ τὸ δαρμὸ πού γίνεται, τὰ μαῦρα μοιρολόγιˬα Ν. Πολίτ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποίημ. Κιˬ ἂν ἀνοιχτῇ τὸ στόμα σας, | ἄς πεταχτῇ ἀπ᾿ τὸ στόμα σας σκούξιμο, κράξιμο, δαρμός | τὸ μοιρολόι ὠμό, σκληρὸ Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ. 113 Καὶ μιλοῦσαν ἥσυχα· μὰ πιˬὸ λυπητερὰ παρὰ νὰ τά ᾿βγαζε μὲ δάκρυα καὶ μὲ δαρμοὺς Κ. Παλαμ., Τρισεύγ., 78. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Καλλίμ. καὶ Χρυσορρ. στ. 2129 (ἔκδ. S. Lambros, 90) «τὸν θρῆνον καὶ τὴν πνιγμονὴν, τὴν κόλασιν, τὴν ζάλην, | τὴν ἀκατάπαυστον ὀργὴν καὶ τὸν δαρμὸν τὸν τόσον» καὶ Ἐρωτόκρ. Γ΄ 1706 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «μὲ λιγωμάρες καὶ δαρμοὺς τὸν ἀποχαιρετοῦσα» 3) Ταλαιπωρία, δοκιμασία Θεσσ. (Πήλ. Τρίκερ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) - Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ2, 102: Ἔχου συλλουές, ἔχου δαρμοὶ Τρίκερ. Τρανὸν δαρμὸν εἶδεν (ὑπέστη μεγάλην δοκιμασίαν) Κοτύωρ. || Φρ. Κακὸς δαρμὸς νὰ τὸν εὕρ᾿ | (ἀρὰ) Ἀράχ. || Παροιμ. Ἱ γέρους μὶ τοὺν ὕπνου | κ᾿ ἱ νιˬὸς μὶ τοὺ δαρμὸ (ὅτι ὁ εὔκολος ὕπνος διὰ τὸν γέροντα καὶ ὁ δύσκολος διὰ τὸν νέον εἶναι ἔνδειξις ἑπισφαλοῦς ὑγείας) Πήλ. || Ποιημ. Καὶ τὰ κορμιˬά μας ἀψηφήσανε δαρμοὺς βουνῶν, στεπὥν καὶ ρουμανιˬῶν καὶ ποταμῶν Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν. 4) Ὁ δριμύς σωματικὸς πόνος Εὔβ. (Λιχὰς) Θεσσ. (Πήλ.) Στερελλ. (Παρνασσ.): Ἔχω δαρμό ᾿ς τ᾿ ἀνύχι μ᾿ Παρνασσ. Οὑ γέρους μ᾿ ἔχ᾿ δαρμούς ᾿ς τὰ πουδάριˬα τ᾿ ἀπ᾿ τὰ ριματικὰ (= ρευματισμοὺς) Πήλ. Δὲ gοιμήθ᾿κα ἀπόψ᾿ μιˬὰ στάλα ἀπ᾿ τ᾿ς δαρμοὺς πού ᾿χα ᾿ς τὰ χέριˬα μ᾿ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA