γλυκερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκερὸς ἐπίθ. Κρήτ. Πάτμ. Ρόδ. -Α. Κάλβ, ᾨδ. 11,3. Ι. Πολέμ., Παλαιὸ βιολ., 89- Κρήτ. Ἑστ. 19,3 - Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. γλυτσερὸς Κρήτ. (Νεάπ.) Πελοπν. (Ξεχώρ.) γλυτζερὲ Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γλυκερός

Σημασιολογία

1) Ὁ πλήρης γλυκύτητος ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Ἄμε νὰ πῇς τῆς μάννας σου, τῆς πρώτης σου ρουφιˬάνας, ὡς ἔτρουγε τὰ γλυκερά, νὰ πιῇ καὶ τὰ φαρμάκιˬα Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Ὁμ. Λ 89: «σῖτον τε γλυκεροῖο περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ». β) Ὁ γλυκίζων, ὑπόγλυκος Κρήτ. (Νεάπ.) Πελοπν. (Ξεχώρ.) - Λεξ. Πρω.: Τούτη ἡ πατάκα εἶναι γλυτσερὴ Ξεχώρ. Γλυτσερά ᾿ναι τὰ πορτοκάλλιˬα κιˬ ἂς δὲν ἐκιτρινίσανε ἀκόμη Νεάπ. γ) Μεταφ., ὁ τερπνός, εὐχάριστος Ι. Πολέμ., Παλαιὸ βιολ., ἔνθ᾿ ἀν.- Κρήτ. Ἑστ. ἔνθ᾿ ἀν - Λεξ. Δημητρ.: Ποίημ. Πο͜ιός λέει πὼς δὲν εἶν᾿ ὄμορφη καὶ ζηλεμένη ἡ χώρα ποὺ γλυκερὸς κιˬ ὁλόχρυσος ὁ ἥλιˬος τὴν φιλεῖ; Ι. Πολέμ., ἔνθ᾿ ἀν. Ψυχή μου, σὲ μαγέψανε οἱ χρυσοχέρες μοῖρες κ᾿ ἔγινες εἴδωλο γλαυκὸ σὲ μάτιˬα γλυκερὰ Κρήτ. Ἑστ. ἔνθ᾿ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Πίνδ., Πυθ 9,12: «καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὴν βάλεν αἰδῶ». 2) Ὁ ποθητὸς, ὁ ποθούμενος Α. Κάλβ., ᾨδ. 11,3 - Λεξ. Δημητρ.: Ποίημ. Βλέπει τὰ περιπόθητα βουνὰ καὶ τὰ χωράφια τῆς γλυκερᾶς πατρίδος Α. Κάλβ., ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/