γλυκιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκιˬάζω Πελοπν. (Λακεδ. κ.ἀ.) γλυκιˬάζου Θρᾴκ. (Μαρῶν) Μέσ. γλυκιˬάζομαι Ζάκ. Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ. γλυκιˬάζουμαι Πελοπν. (Λάκων. Τριφυλ.) γλυτάζομαι Μέγαρ. Μετοχ. γλυκιˬασμένος Ἰθάκ. Πελοπν. (Βασαρ. Γορτυν. Δίβρ. Λακων. Λάστ. Μεγαλόπ. Οἰν. Τρίπ. κ.ἀ.)-Ν. Πολίτ., Παραδ. 2, 1220 - Λεξ. Βλαστ. 396, 488 γλυτσασμένη Κέως Κύθηρ. γλυτασμένη Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκός.
Σημασιολογία
1) Ἐνεργ. μεταβ., τρώγω τι γλυκὺ Πελοπν. (Λακεδ.) 2) Ἐνεργ. ἀμτβ., ἀρχίζω νὰ ὡριμάζω, καθιστάμενος συνεπῶς, γλυκύς, ἐπὶ καρπῶν Θρᾴκ. (Μαρών.) β) Μεταφ. ἐπὶ νεάνιδος ἐξελισσομένης σωματικῶς εἰς ὥριμον γυναῖκα Θρᾴκ. (Μαρών.): Τοὺ κουρίτσ᾿ dουν ᾿πιˬάσι κὶ γλυκιˬάζ᾿. Συνών. γλυκαίνω Α1. 3) Μέσ., ἐθίζομαι εἰς γλυκὺ ἢ εὐχάριστόν τι Ζάκ. Πελοπν. (Λακων. Λάστ.) κ.ἀ. Ἅμα ἔρθω ᾿ς τὸ σπίτι σας, γλυκιˬάζουμαι καὶ δὲ θέλω νὰ ματαφύγω Λακων. || Παροιμ. Ἐγλυκιάθ᾿ ἡ γριὰ ᾿ς τὸ μέλι | καὶ θὰ φά᾿ καὶ τὸ κουβέλι (ἐπὶ τῶν δυσκόλως ἀποβαλλόντων τὰς ἕξεις, ἰδιαιτέρως αὑτὰς αἱ ὁποῖαι παρέχουν ὴδονὴν) Λάστ. Γλυκιˬάστη ἡ γριˬὰ ᾿ς τὰ σῦκα κ ἔφαε καὶ τὰ συκόφυλλα (ταυτόσημ. μὲ τὴν προηγουμ.) Λακων. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Συνών. γλυκαίνω Β5. β) Μεταφ., διάγω χαρούμενην καὶ εὐτυχισμένην ζωὴν Μέγαρ. Πελοπν. (Γορτυν. Λακων. Λάστ.) : Φρ. Πάdα γλυκιˬασμένοι νὰ εἴσαστε ᾿ς τὴ ζωή σας (εὐχὴ) Λακων. Νὰ μὴ γλυταθῇ ἡ καρδιˬά σου (ἀρὰ) Μέγαρ. Πάντα γλυκιˬασμένοι (εὐχὴ πρὸς νεονύμφους) Γορτυν. Συνών. γλυκαίνω Ββ. 4) Μέσ., καταλαμβάνομαι ἀπὸ ἐπιληψίαν, σεληνιασμόν Ζάκ. Ἰθάκ.: Γλυκιˬάζεται ὁ τάδες Ζάκ. Εἶναι γλυκιˬασμένος καὶ κάθε τόσο τόνε πιˬάνει Ἰθάκ. β) Μεταφ., μεμψιμοιρῶ, δυσανασχετῶ Ἰθάκ. Τέτο͜ιον γλυκιˬασμένον ηὕρηκε νὰ πάρῃ, ποὺ αὐτὸς τρώεται μὲ τὰ ροῦχα του. 5) Τὸ ἀρσ. καὶ οὐδ. τὴς μετοχ., ὡς οὐσ. λαμβανόμενον, κατ᾿ εὐφημισμόν, ὁ δαίμων, τὸ δαιμονικό Πελοπν. (Τρίπ.) - Ν. Πολίτ., Παραδ, 1,318 καὶ 2,1220- Λεξ. Βλαστ 448: Ἄλλα τόσα τὰ εἶχε καμωμένα τὸ γλυκιˬασμένο Τρίπ. 6) Ἡ μετοχ. γλυκιˬασμένη ὡς οὐσ., κατ᾿ εὐφημισμὸν, ἡ λοιμικὴ ἐξανθηματικὴ νόσος βλογιˬὰ Κέως Κύθηρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Βασαρ. Βούρβουρ. Μεγαλόπ. Οἰν.) - Λεξ. Βλαστ. 396: ᾿Σ τὰ βουνὰ νὰ πάῃ, ὄξω ἀπὸ δῶ ἡ γλυκιˬασμένη. Συνών. ἀργυρὴ (βλ. ἀργυρὸς 4) βλάττα 3, βλογημένη (βλ. βλογῶ), βλογιˬά 9, γλυκαμένη, γλυκε͜ιὰ (βλ. Γλυκός Β4), μελιτάτη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA