γλυκίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλυκίτης ὁ, Χάλκ. γλυτσίτης Κρήτ. (Ἀποκόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτης

Σημασιολογία

1) Εἶδος ἀγρίου φυτοῦ τῆς οἰκογενείας τῶν Ψυχανθῶν, τὸ ὁποῖον ὁμοιάζει μὲ τὸ φυτὸν φάβα Χάλκ. 2) Εἶδος φαγωσίμου ἀμανίτου Ἀποκόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/