γλυκιˬώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκιˬώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκιˬώνω ἐνιαχ. γλυτιώνω Καλαβρ. (Κοντοφ.) Μέσ. γλυκιˬώνομαι Πελοπν. (Λαγκάδ.) - Ν. Πολίτ., Παροιμ 4,132.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκός.
Σημασιολογία
1) Γλυκαίνω, τὸ ὁπ. βλ., Καλαβρ. (Κοντοφ.) 2) Μέσ., συνηθίζω εἰς τὸ γλυκὺ ἤ εὐχάριστον Πελοπν. (Λαγκάδ.) - Ν. Πολίτ., Παροιμ., ἔνθ᾿ ἄν.: Παροιμ. Ἐγλυκιώθ᾿ ἡ γριὰ ᾿ς τὸ μέλι | καὶ τρώει καὶ τὸ κουβέλι (δι᾿ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχον κάποτε κάποιαν χάριν καὶ εἰς τὴν συνέχειαν ζητοῦν την ἐπανάληψίν της) ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA