γυναικοδουλε͜ιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοδουλε͜ιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυναικοδουλε͜ιὰ ἡ, κοιν. γυνικουδ᾿λε͜ιὰ Λέσβ. γ᾿νικουδ᾿λε͜ιὰ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δεσκάτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ.) κ.ἀ. βορ. ἰδρωμ. γεναικοδουλε͜ιὰ Κύπρ. Κῶς κ.ἀ. γυναικοδουλεία Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ δουλε͜ιά.

Σημασιολογία

1) Ἐργασία προσιδιάζουσα εἰς γυναῖκας κοιν. καὶ Πόντ.: Τὸ συγύρισμα τοῦ σπιτιˬοῦ, τὸ μαγείρεμα εἶναι γυναικοδουλε͜ιὲς κοιν. Οὑ ἄντρας δὲν πρέπ᾿ ν᾿ ἀνακατεύιτι ᾿ς τ᾿ς ᾿νικουδ᾿λε͜ιὲς Εὔβ. (Ἄκρ.). β) Ἡ ἀτελής, ἡ μὴ ὡλοκληρωμένη ἐργασία Κύπρ.: Εἶντα ᾿ν᾿ τοῦτες οἱ δουλε͜ιές; ἔν τέλε͜ια γεναικοδουλε͜ιές. 2) Κατὰ πληθ., ραδιουργία, μικροσκάνδαλα, μικρολογίαι ἰδιάζουσαι εἰς γυναῖκας Ἄνδρ. Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ἰων. (Σμυρν.) Κέρκ. Κεφαλλ. Πόντ. Σῦρ.: Κουτσομπολιˬά, καηˬμένε, ᾿νικοδ᾿λε͜ιές, μὴ δί᾿ς σ᾿μασία Ἄκρ. 3) Ἐρωτικαὶ περιπέτειαι, σκάνδαλα κοιν.: Κάπο͜ια γυναικοδουλε͜ιὰ κρύβεται ᾿ς τὴ μέση μὲ τὸν ἀδρεφό μου τὸ Θανάση Πελοπν. (Γαργαλ.) Μαχαιρωθήκανε χθὲς βράδυ γιˬὰ γυναικοδουλε͜ιὲς Σῦρ. Τοὺ θάμπουμα γένουντ᾿ οἱ κλιψιˬὲς κ᾿ οἱ ᾿νικουδ᾿λε͜ιὲς (τοὺ θάμπουμα= ὅταν νυχτώνῃ) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μὴν ψάχνετι μακριά, ᾿νικουδ᾿λε͜ιὰ εἶνι ᾿ς τ᾿ μές᾿ Εὔβ. (Ἄκρ.) Συνών. γυναικοϋπόθεση.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/