γυναικοκυνηγὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοκυνηγὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυναικοκυνηγὸς ὁ, Ν. Ἑστ. 19 (1935), 69.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ κυνηγός.

Σημασιολογία

Ὁ γυναικοθήρας: Τὴν ἐκυνήγησε μὲ μαεστρία ἔμπειρου γυναικοκυνηγοῦ. Συνών. βλ. λ. γυναικάκιˬας 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/