γλυκοβλέπω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοβλέπω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοβλέπω Πάρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. βλέπω.
Σημασιολογία
Βλέπω κάποιον μὲ βλέμμα τρυφερόν, ἐρωτύλον, γλυκύ: Φωτιˬὰ νὰ σέ κάψῃ, ποὺ γλυκοβλέπεις καὶ καψορέγεσαι ἔνα dέτο͜ιο κοπρίτη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA