γυναικόπαιδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικόπαιδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυναικόπαιδα τά, κοιν. καὶ Πόντ. ᾿υναικόπαιδα Κάσ. γυνικόπιδα Θρᾴκ. (Κόσμ.) Μακεδ. (Κοζ.) γυναικοπαίδιˬα Ἤπ. γυναικόπαιδο τό, Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσην. Τριφυλ.) γιˬουναικόπαιδο Μέγαρ. γυνικόπιδου Στερελλ. (Παρνασσ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γυναικόπαιδα.
Σημασιολογία
Γυναὶκες καὶ παιδία ὁμοῦ κοιν. καὶ Πόντ.: Μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι ᾿ς τὸ χωριˬὸ κ᾿ ἔσφαξαν ὅλα τὰ γυναικόπαιδα κοιν. Τοὺ γυνικόπιδου εἶχι μαζιφτῆ ᾿ς τοὺ κάστρου μέσα Στερελλ. (Παρνασσ.) Ὅdας ᾿γίνη ἡ ᾿πανάσταση, πήγαινε τὸ γιˬουναικόπαιδο, ὅλο τὸ Μεγαρίτικο συναγώι τσαὶ χτίκανε τούτουνε τὸ dοῖχο τῆς ἁγιˬα-Τριάδας (ἐκ παραδ.) Μέγαρ. || ᾌσμ. Κάλλιˬο ν᾿ ἀφήσω τ᾿ς ἐκκλησιˬὲς κιˬ αὐτὸ τὸ μοναστήρι παρὰ ν᾿ ἀφήσω ᾿ς τὴ σκλαβιˬὰ χίλιˬα γυναικοπαίδιˬα Ἤπ. Ἔμασαν γέρους κὶ πιδιˬά, τὰ πᾶν᾿ ᾿ς τ᾿ν οὑμηρία κιˬ ἀφῆσαν γυνικόπιδα μέσ᾿ ς᾿ τ᾿ ἄγρια θηρία Θρᾴκ. (Κόσμ.) Ν-ἀέρας τὰ φυσάει τὰ πλατανόφυλλα, Θεὸς νὰ τὰ φυλάῃ τὰ γυνικόπιδα Μακεδ. (Κοζ.) Δὲν εἶν᾿ κορμιˬὰ γεροντικὰ οὔτε γυναικοπαίδιˬα εἶναι παιδιˬὰ ἀσίκικα, ὅλο λεβεντοπαίδιˬα (ἀσίκικα= νεανικὰ) Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA