γυναικοπατριώτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοπατριώτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυναικοπατριώτης ὁ, Πελοπν. (Γαργαλ. Οἰν.) ᾿νικουπατριώτ᾿ς Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ πατριώτης.

Σημασιολογία

1) Ὡς πρὸς τὸν σύζυγον, ὁ προερχόμενος ἐκ τοῦ χωρίου ἢ τῆς περιφερείας, ἐκ τῆς ὁποίας κατάγεται ἡ σύζυγος του Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.): Μὶ τοὺ Μῆτσου τά ᾿χαμε πουλὺ καλά, ἀποὺ τότι π᾿ γίναμι ᾿νικουπατριῶτις. 2) Ὁ σύζυγος ὡς πρὸς τοὺς συμπολίτας τῆς συζύγου Πελοπν. (Γαργαλ. Οἰν.): ᾎσμ. Κ᾿ ἐγὼ ὁ δόλιˬος βοηθῶ ὡς γυναικοπατριώτης καὶ, ἄν δὲ μὲ γνωρίζετε, εἶμαι ὁ Μοθωνιˬώτης Οἰν. 3) Κατὰ πληθ., οἱ ἔχοντες συζύγους καταγομένας ἐκ τῆς αὐτῆς περιφερείας Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.): Δὲν εἴμαστι μουναχὰ φί᾿ κὶ κ᾿μπάρ᾿, ἀλλὰ κὶ ᾿νικουπατριῶτις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/