γλυκόγελο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόγελο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκόγελο τό, Πελοπν. (Γαργαλ.) - Δ. Σολωμ., ᾨδ. Πετράρχ. 71 Ι. Πολυλ. εἰς Ἀνθολ. Η Ἀποστολ., 366 Κ. Παλαμ Ἀσάλ. Ζωή2, 67-Ν. Ἑστ. 18 (1935), 905 κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. γέλιˬο.
Σημασιολογία
Ὁ εὐχάριστος, ὁ γλυκὺς γέλως ἔνθ᾿ ἀν.: Πιˬασμένα χέρι χέρι, χωνόντανε μέσ᾿ ᾿ς τὰ χόρτα. Γλυκόγελα καὶ μετὰ ἡσυχία Ν. Ἑστ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποίημ. Ἄν περπατῇς, τὸ μάτι ἐρωτεμένο εἰς ὅλα τὰ γλυκὰ κινήματά σου τῆς ψυχῆς τὸ γλυκόγελο γνωρίζει Ι. Πολυλ, ἔνθ᾿ ἀν. Κακίες προγόνων ἄγνωρων καὶ ὄρμὲς θηρίων πατέρων, τριγυριστάδες αἰώνιοι, πρὶν ὑψωθοῦν ᾿ς τὸ φῶς καὶ γίνουν σὰ γλυκόγελα καὶ σὰ γαλάζιˬα αἰθέρων κονέψανε ᾿ς τὰ σπλάχνα σου βασανιστάδων λαὸς Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA