γλυκογελῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκογελῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκογελῶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) - Γ. Ψυχὰρ, Ταξίδ.3, 168 Γ. Ξενόπ., Πρωτοξύπν., 169 Κ. Παρορ., Στὸ ἄλμπουρ., 43 Ι. Τυπαλδ., Ποιήμ., 32 Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 384 Ι. Πολέμ., Κειμήλ., 129 - Ν. Ἑστ. 16 (1934), 875. 24 (1938), 1379.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἑπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. γελῶ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Γελῶ κατὰ τρόπον γλυκύν, μὲ χάριν. Πόντ. || (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)-Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾿ ἀν. Ι. Τυπάλδ., ἔνθ᾿ ἀν. Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν. Ι. Πολέμ., ἔνθ᾿ ἀν. Ν.-Ἑστ.͵ ἔνθ᾿ ἀν.: Ντὸ γλυκογελᾷς; Κάτ᾿ ἐξέρεις καὶ γλυκογελᾷς Κερασ. Εἶναι μέσα κακοῦργοι κλέφτηδες καὶ ψεῦτες. γλυκογελοῦνε, ὅσο τοὺς μιλᾷς, καὶ σὲ γελοῦνε, ἅμα μπορέσουνε Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν. Στράφηκε πρὸς τὶς φωνές, ἔκαμε κιˬ αὐτὸς ἕνα χαρούμενο ὤ καὶ πλησίασε τὸ τραπεζάκι τῆς γωνίας γλυκογελῶντας Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾿ ἀν || ᾎσμ.: Μάε͜ιδε ψωμὶ γλυκόφαγα μάε͜ιδ᾿ ἀλλαξὰ εἶδα -ν-ἄσπρη, μάε͜ιδε μοῦ γλυκογέλασαν ᾿ς τὸ δρόμο μου οἱ περάτες Ν. Ἑστ., 24 (1938), 1379 || Ποιήμ. Μιˬὰ ἀγκαλιˬὰ ὁλόδροσα λουλούδιˬα μοῦ ᾿φερες, ἀδερφή, ᾿ς τὴν κάμαρά μου κιˬ ὥς τὰ εἶδα, χαμογέλασε ἡ καρδιˬά μου, τοῦ Μάρτη τὰ πολύχρωμα τραγούδιˬα Ν. Ἑστ. 16 (1934), 875. Γλυκογελοῦσαν τοῦ Μαρτιˬοῦ τὰ κοραλλένιˬα χείλη καὶ μόσχο πάλιν ἔχυνε τὸ ρόδο, τὸ τριφύλλι Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν ᾿Σ τῆς ζωῆς τὸ μονοπάτι | μόν᾿ ἡ μάγισσα ἡ ἀπάτη ὁδηγεῖ τὸν ποιητὴ | καὶ βαδίζει πλάι πλάι κιˬ ὅλο τοῦ γλυκογελάει | κιˬ ἀπ᾿ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ Ι. Πολέμ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἐπὶ νηπίων, ἀρχίζω τὸ πρῶτον να γελῶ Πόντ. (Χαλδ.): Γιˬὰ τέρ᾿ τὸ μωρὸν πῶς γλυκογελᾷ. Β) Μεταφ. 1) Ἐρωτοτροπῶ Πόντ. (Χαλδ): Ἐποῖκεν ἀτεν ἰσμάρ᾿ κ᾿ ἐγλυκογέλασεν (ἰσμάρ᾿ = νεῦμα) Συνών. βλ. εἰς λ. γλυκογαλιˬάζω Β. 2) Εὐνοῶ κάποιον Κ. Παρορ., ἔνθ᾿ ἀν κ.ἀ. Κ᾿ ἐγὼ θέλω τώρα κουράγιˬο γιˬὰ νὰ δουλέψω κόντρα ᾿ς τὴν τύχη ποὺ δὲ θέλει νὰ μᾶς γλυκογελάσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA