γλυκόγερμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόγερμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκόγερμα τό, Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. γέρμα.

Σημασιολογία

Τὸ γλυκύ, ἤπιον ἀπόγευμα, δείλι: ᾎσμ. Ζάχαρ᾿ ἤτρωγα τὸ ταχύ, κάντιˬος τὸ μεσημέρι καὶ μέσα ᾿ς τὸ γλυκόγερμα ἀφρᾶτο παξιμάδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/