δάρτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάρτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

δάρτης ὁ, Ἐρεικ. Ζάκ. (Κερ. Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Πάργ. Ραδοβύζ. Χιμάρ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ. Χαβδᾶτ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἄρν. Βαλτεσιν. Βερεστ. Γλανιτσ. Γορτυν. Δάρα Ἀρκαδ. Ζελίν. Ἦλ. Καλάβρυτ. Κερπιν. Κοντογόν. Μεγαλόπ. Μεσσην. Ὀλυμπ. Σκορτσιν. Τριφυλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Φτελ.) - Γ. Ξενοπ., Θέατρ. Γ, 25 π Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Βλαστ., 287, 295, 396 Πρω. Δημητρ. δάρτ᾿ς Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Ζίτσ. Ἰωάνν. Κουκούλ. Κούρεντ. Μελιγγ. Πωγών. Τσαμαντ. Χουλιαρᾶδ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Σταν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Σιβ.) Πληθ. δαρτάδες Ἤπ. (Ἀρτοπ.) δάρτα ἡ, Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Δερβίτσ.) δάρτρια Λεξ. Βάιγ. δάρτρα Λεξ. Μπριγκ. ντάρτ᾿ Ἤπ. (Δωδών. Κουκούλ. Λάκκα Σούλ.) Μακεδ. (Καστορ.) δάρτι τό, Ἤπ. (Δερβίτσ. Δρόβιαν κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. δάρτης. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ. καὶ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ δέρων, ὁ μαστιγῶν Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) - Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ.: Οἱ δαρτάδις, τρεις-τεσσιρις κάθουdαν ἀπ᾿ τὴν ὄξου μιργιˬὰ τ᾿ ἁλωνιˬοῦ κὶ κάθι δαρτχιˬὰ πού ᾿ρρ᾿ναν πάιναν κ᾿ ἕνα βῆμα πρὸς τὰ διξιὰ κιˬ ἄdι ἔρχουdαν γύρα κιˬ ἁλών᾿ζαν τοὺ ᾿τάρ᾿ (δαρτχιˬὰ = κτύπημα, πού ᾿ρρ᾿ναν = ποὺ ἔρριχναν) Ἀρτοπ. 2) Λεπτός, εὐθὺς καὶ εὐλύγιστος κλῶνος δένδρου χρησιμεύων ὡς μαστίγιον Ζάκ. (Κερ. Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Γ. Ξενοπ., ἔνθ᾿ ἀν.: Μοῦ κόλωσε τὸ ἄλογο καὶ ἕσπασα τὸ δάρτη ἀπάνου του, γιˬὰ νὰ κινήσῃ Μαχαιρᾶδ. Νὰ μοῦ βρῇς τὸ δάρτη, γιˬατὶ δὲ μ᾿ ἀκούει τὸ ζῶ Κερ. Δῶσε με τὸ δάρτη, νὰ δῇς πὼς προχωρᾶνε (τὰ ζῶα) αὐτόθ. Ὅταν βλέπῃς τὸ παιδὶ καὶ σοῦ χαλάῃ, πᾶρ᾿ καὶ τὸ δάρτη ᾿ς τὸ χέρι σου Κεφαλλ. Ὁ Φώτης σιˬάζει μὲ τὸ σουγιˬᾶ του ἕνα κλαδὶ γιˬὰ νὰ τὸ κάμῃ δάρτη Γ. Ξενοπ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. βίτσα 1, βουκέντρα 1, τὰ ὁπ. β). β) Ράβδος μακρά, λεπτὴ καὶ εὐλύγιστος διὰ τῆς ὁποίας ραβδίζουν τὰ ἐλαιόδενδρα κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς συγκομιδῆς Παξ. Συνών. ραβδιστήρα, τέμπλα. 3) Ποιμενικὸν ἐργαλεῖον ἐξ ἑνὸς ξυλίνου κοντοῦ τοῦ δαρτόξυλου καὶ τοῦ σταυροῦ, ἤτοι δύο μικρῶν διατρήτων σανίδων προσηρμοσμένων σταυροειδῶς εἰς τὸ ἄκρον τοῦ δαρτόξυλου. Διὰ τοῦ δάρτου τούτου κτυποῦν ἐντὸς κάδης τὸ γάλα πρὸς ἐξαγωγὴν βουτύρου Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἄρν. Βαλτεσιν. Βερεστ. Γλανιτσ. Γορτυν. Δάρα Ἀρκαδ. Ζελίν. Ἦλ. Καλάβρυτ. Κερπιν. Κοντογόν. Μεγαλόπ. Μεσσην. Ὀλυμπ. Σκορτσιν. Τριφυλ.) - Λεξ. Βλαστ., 287 Πρω. Δημητρ.: Βαροῦνε τὸ γάλα ἀνεβοκατεβαίνοντας συνέχου καὶ μὲ δύναμη τὸ δάρτη μέσα ᾿ς τὴν κάδη Γλανιτσ. Ἔλα βάρει κ᾿ ἐσὺ δέκα μὲ τὸ δάρτη, ἀπόστασα Γορτυν. Μοῦ ᾿φκε͜ιασε ὁ γέρο-Νικολόπουλος ἕνα δάρτη μὲ νιˬὰ μεγάλη λουπουνιˬὰ (= στέλεχος τοῦ φυτοῦ φλόμος) Κοντογόν. Μώρ᾿ τί μάζωξες τοὺς δάρτες ᾿φτοῦ χάμου καὶ παίζεις μὲ δαύτους; Βερεστ. Ἐβγάλαμε τὸ βούτυρο καὶ μὲ τὸ γάλα ποὺ μᾶς ἔμεινε ἐκάναμε τυρί· τώρα θὰ πλύνουμε τὴν κάδη, θὰ βάλουμε μέσα τὸ δάρτη νὰ ξαναφτε͜ιάσουμε πάλι βούτυρο Δάρα Ἀρκαδ. Συνών. βούρτσα 4, τὸ ὁπ. βλ., βουρτσόξυλο 2, δαρτόξυλο, δόνηστρο, δρουβάνι, δρουβανόξυλο, ταράχτης. β) Δαρτήρι, τὸ ὁπ. βλ., Πελοπν. (Βερεστ.): Φέρ᾿ τὸ δάρτη, χριστιανή μου, ποὺ πολεμᾷς νὰ κάμῃς δουλε͜ιὰ ᾿φτοῦ χάμου μὲ τὸ πιρούνι. γ) Συνεκδοχ., τὸ ἵζημα τὸ ἐναπομένον εἰς τὸν πυθμένα τῆς κάδης κατὰ τὴν ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου Ἤπ. (Δωδών. Κουκούλ. Λάκκα Σούλ.) Μακεδ. (Καστορ.): Δὲν ἔκατσι κὶ πουλλὴ ντάρτ᾿ ἀποὺ τοὺ βούτ᾿ρου Κουκούλ. 4) Γεωργικὸν ἐργαλεῖον χρησιμεῦον πρὸς ἐκκόκκισιν τῶν θερισμένων δημητριακῶν, σίτου, κριθῆς, ἀραβοσίτου. Ἀποτελεῖται ἐκ δύο ξυλίνων κοντῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς χρησιμεύει ὡς λαβή, ὁ δ᾿ ἕτερος βραχύτερος, ἀλλὰ περισσότερον παχύς τοῦ πρώτου, προσδεδεμένος διὰ σχοινίου εἰς τὸ ἄκρον τοῦ πρώτου κινεῖται ἐλευθέρως Ἐρεικ. Ἤπ. (Δερβίτσ. Δρόβιαν. Δωδών. Ζαγόρ. Ζίτσ. Ἰωάνν. Κουκούλ. Κούρεντ. Μελιγγ. Πωγών. Ραδοβύζ. Τσαμαντ. Χιμάρ. Χουλιαρᾶδ. κ.ἀ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ. Χαβδᾶτ.) Μαθράκ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σταν.) Ὀθων. Πελοπν. (Γαργαλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Σιβ.) - Λεξ. Βλαστ., 295 Πρω. Δημητρ.: Ταχιˬὰ νὰ πάρ᾿ς τοὺ δάρτ᾿ κὶ νὰ ᾿ρθῇς νὰ στουμπίσουμι Καταφύγ. Πῆε κ᾿ ἐματακοπάνησε τ᾿ ἀστάκυˬα μὲ τὸ δάρτη (ἀστάκυˬα = στάχυα) Ὀθων. Πᾶρι τοὺ δάρτ᾿ νὰ στ᾿μπίῃς τοὺ καλαμπόκ᾿ (στ᾿μπίῃς = ἐκκοκκίσῃς) Αἰτωλ. Τοὺν βάρισαν μὲ τοὺν δάρτ᾿ κὶ τοὺν σκότουσαν αὐτόθ. Στερνὰ στρώνουμε τὰ χειρόβουλα καταῆς ἀdικατάλλαβα ἀστάκυ μὲ ἀστάκυ καὶ πιˬανουμ᾿ ὅσο ἕξι νοματαῖοι τσοὺ δάρτηδες καὶ τὰ δαρτίζουμε (ἀdικατάλλαβα = ἀντικατάλλαγα = κατ᾿ ἀντίθετον κατεύθυνσιν) Ἀργυρᾶδ. Συνών κόπανος. 5) Τὸ θηλ. ὑπὸ τύπ. μεγεθυντ., τὸ ράπισμα Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Δερβίτσ.): Ἄχ, δάρτα ποὺ θέλεις! Ἀργυρόκ. Τοῦ ᾿δωκε μιˬὰ δάρτα καὶ τοῦ ᾿τρεξε τὸ κεφάλι Δερβίτσ. 6) Ὁ λόγῳ παθήσεως ἢ ζωηρᾶς συγκινήσεως ἔντονος καρδιακὸς παλμὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἴωάνν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μεσσην.) - Λεξ. Βλαστ., 396 Δημητρ; Ἔχω δάρτη ᾿ς τὴν καρδιˬὰ Μεσσην. Τ᾿ νύχτα μ᾿ ἔπιˬακι οὑ δάρτ᾿ς πάλι Ἰωάνν. Ἔχου δάρτ᾿ ᾿ς τὰ στήθιˬα μ᾿ Ζαγόρ. β) Ἔντονος πόνος ὁ ὁποῖος δίνει εἰς τὸν ἀσθενῆ τῆν ἐντύπωσιν ὅτι ξυλοκοπεῖται Ἤπ. (Πάργ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/