γλυκόγλωσσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόγλωσσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκόγλωσσος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σινώπ. κ.ἀ.) Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 167 γλυκόγλωσσε Τσακων. (Χαβουτσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. γλῶσσα.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων γλυκεῖαν γλῶσσαν, γλυκομίλητος, ὁ εὐχάριστος εἰς τὸν λόγον ἔνθ᾿ ἀν.: Μὲ τὸ νὰ ἔνι γλυκόγλωσσος, εὐχαριστε͜ιέσαι ν᾿ ἀκοῦς ἀτον Πόντ. (Κερασ.) Φρ. Γλυκόγλωσσος καὶ πικράντερος (ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων τοὺς ἀγαθοὺς) Πόντ. (Σινώπ.) Γλυκόγλωσσε καβγὶ (γλυκόγλωσσο παιδὶ) Τσακων. (Χαβουτσ.) || Ποίημ. Περιστέριˬα ἀγκάλιˬαζαν οἱ ἀγκαλιˬὲς, ἅρπες οἱ ὦμοι στήριζαν, ποὺ σάλευαν σὲ μακριˬὲς γλυκόγλωσσες φτεροῦγες Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γλυκόλαλος, γλυκόλογος, γλυκομίλητος, καλόγλωσσος, καλολάλητος, καλομίλητος, χρυσόστομος Ἀντίθ. ἀχρειάνης 1 (ὄπου συνών.), αχρείαστος 4, ἄχρειος Α2, βλαστημιˬάρης (ὅπου συνών.), βουρκολόγος 2, βρισιˬάρης, βρωμόγλωσσος (ὅπου συνών.), βωμολόχος, γλωσσᾶς, κακογλωσσᾶς, κακόγλωσσος, κακολογᾶς, κακολόγος, κοπρολόγος, πικρόγλωσσος, στομᾶς, στοματᾶς, χοντρολόγος, ψαλιδόγλωσσος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/