γυναικοστασίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοστασίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικοστασίδι τό, Στερελλ. (Σιβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ στασίδι.

Σημασιολογία

Τὸ μέρος τοῦ ναοῦ, ἔνθα ἵστανται αἱ γυναῖκες. Συνών. γυναικαρε͜ιὸ 1, γυναικεῖο (εἰς λ. γυναικεῖος Β1), γυναικήσιˬο (εἰς λ. γυναικήσιˬος 2), γυναικίδι, γυναικίτης, γυναικωνίτης γυναικωτίκι, γυναικωτὸ (εἰς λ. γυναικωτὸς 5).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/