γυναικοσυγγένεια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοσυγγένεια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυναικοσυγγένεια ἡ, ἐνιαχ. γυναικοσυγγένε͜ια Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) γυναικοσυγγενε͜ιὰ Πελοπν. (Κλειτορ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ συγγένεια.

Σημασιολογία

Ἡ γενεὰ τῆς συζύγου ἔνθ᾿ ἀν.: Ἡ γυναικοσυγγενε͜ιά σου μ᾿ ἔφαγε μὲ τὴ μαρτυριˬά της (εἰς τὸ δικαστήριον) Πελοπ. (Κλειτορ.) || ᾎσμ. Ποῦ ἤσουνα, πουλλάκι μου, | πετροχελιδονάκι μου; -Ἤμουνα ᾿ς τὴν πεθερά, | καί ᾿ς τὴ γυναικοσυγγενε͜ιά αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/