γυναικοσύρτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοσύρτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυναικοσύρτης ὁ, ἐνιαχ. ᾿νικουσούρτ᾿ς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ακαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ σύρτης.
Σημασιολογία
Ὁ ἑλκύων διὰ τοῦ κάλλους ἢ τοῦ τρόπου του τὰς γυναῖκας ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γυναικάκιˬας 1, γυναικαλᾶς 1, γυναικάρης, γυναικᾶς 1, γυναικάσιˬος, γυναικοκυνηγός, γυναικουλᾶς, γυναικούλης 2, κοριτσάκιˬας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA