δασάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δασάκι τό, κοιν. δασά᾿ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. δάσος.
Σημασιολογία
Μικρὸν δάσος κοιν.: Ἅμα δὲ dοὺ πουλής᾿νι μὶ τὰ γίδιˬα, θὰ γῖ᾿ καλὸ δασά. Εὔβ. (Ἄκρ.) Μόνο ὁ παλιˬὸς ὁ πύργος μὲ τὸ δασάκι τῶν πεύκων καὶ τὸ περιβόλι τῶν μυριστικῶν ἦταν ἀνακαινισμένος, ἕτοιμος γιˬὰ κατοικία Γ. Ξενοπ., Ἀναδυομέν., 38 Τὰ δυˬὸ κορίτσιˬα κ᾿ οἱ δυˬὸ νέοι ἔβαλαν τὰ καπέλα τους καὶ τραύηξαν πρὸς τὸ δασάκι Γ. Ξενοπ., Ἡ τιμὴ τοῦ ἀδελφ. 1, 73.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA