γυναικοσωρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοσωρὸς

Τύπος

Παραλλαγή

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυναικοσωρὸς ὁ, Ν. Ἑστ. 21 (1937), 744.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ σωρός.

Σημασιολογία

Πλῆθος γυναικῶν. Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικοσώρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/