γυναικοταβερνιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοταβερνιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυναικοταβερνιὰ ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλειτορ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ ταβερνιˬά.

Σημασιολογία

1) Ὅμιλος γυναικῶν εἰς συμπόσιον, αἱ ὁποῖαι κάθονται μακρότερον τῶν ἀνδρῶν καὶ πίνουν ἄφθονον οἶνον ἔνθ᾿ ἀν.: Γειὰ καὶ τῆς γυναικοταβερνιˬᾶς! (ἐπισυμπόσιος προσφώνησις) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 2) Μεταφ., ὅμιλος θορυβώδης ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/