γυναικουδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικουδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικουδάκι τό, Γ. Ψυχάρ., Ἀγν.2, 277.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναικούδι.

Σημασιολογία

Ἡ μικρόσωμος γυνή: Ἡ Ἁγνούλα μας ἕνα γυναικουδάκι κολακεύεται ξαστερώνοντας μιˬὰν ἀγάπη της ἱερή. Συνών. βλ. είς λ. γυναικούδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/