γλυκοησκιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοησκιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοησκιˬάζω Α. Μάτεσ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 236.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἡσκιˬάζω.
Σημασιολογία
Σκιάζω κατὰ τρόπον εὐχάριστον, γλυκύν: Ποίημ. ᾿Σ τὴν λαγκαδούλα νὰ σὲ ἀπιθώσῃ ποὺ γλυκοησκιˬάζουν τὰ δυˬὸ βυζιˬά, ὅταν τὸ βλέμμα της νὰ καμαρώσῃ πῶς μέσ᾿ ᾿ς τὸν κόρφον της στέκεις λαμπρά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA