γυναικουρῖνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικουρῖνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γυναικουρῖνα ἡ, Κρήτ. (Βιάνν. Κίσ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναικούρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ῖνα, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,80 καὶ Φ. Κουκουλ., Οἰνουντ., 213. Πβ. ἀγωρῖνα, ἀλογῖνα, κοπελῖνα.
Σημασιολογία
Ἡ ὑπερμέτρως ὑψηλὴ καὶ μεγαλόσωμος γυνὴ ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲ dὴ θυμᾶσαι ᾿σὺ εἶdα γυναικουρῖνα ἤτονε ἡ λάλη σου (= γιαγιά σου) Κίσ. Συνών. Ἀμαζόνα 2, ἀντριτσάνα, ἀντρογυναῖκα 1, ἀντροῦτσος, γυναικάρα (εἰς λ. γυναίκαρος), γυναικαρία, γυναικάτσος, γύναικος 1, γυναικούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA