γλυκοθανατῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοθανατῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοθανατῶ Κύπρ. - Χ. Παλαίσ., Συλλ. Κύπρ. ποίημ., 181 γλυκουθανατῶ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. θανατῶ.
Σημασιολογία
Ἀποθνήσκω μὲ ἤρεμον, γλυκύν, ἀνώδυνον θάνατον ἔνθ᾿ ἀν.: Τὰ κρίματα πὄκανι δὲ θὰ d᾿ ἀφήσ᾿ νὰ γλυκουθανατήσ᾿ Ἴμβρ. Ὅποιους δέρειν᾿ d᾿ μάννα τ᾿, δὲ γλυκουθανατεῖ αὐτόθ. || Ποίημ. Βέβαιος εἶμαι, πίστευσε, κόρη, κιˬ ἂν σ᾿ ἀπατήσω, νὰ μὲν μ-μ᾿ ἀφήσῃ ὁ Θεὸς νὰ γλυκοθανατήσω Χ. Παλαίσ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA