γυναικόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικόχορτο τό, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

Εἶδος ἀγρίου πιθαν. βολβώδους φυτοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ἔκχυμα, πινόμενον ὑπὸ τῶν γυναικῶν, ρυθμίζει τὴν ἔμμηνον ροὴν αὐτῶν ἢ ἐπαναφέρει ταύτην διακοπεῖσαν λόγῳ έγκυμοσύνης, ἀφοῦ καταστρέφει τὸ ἔμβρυον. Συνών. ἀτεκνόχορτο, στειροβότανο, στειροχόρτι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/