δασκαλάκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλάκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δασκαλάκος ὁ σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος ὡς ὑποκορ. διὰ τῆς παραγωγ. κατὰ -άκος.

Σημασιολογία

1) Δασκαλάκι 1, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Μᾶς ἦρθε ᾿φέτος ἕνας καλὸς δασκαλάκος κ᾿ ἔβαλε τὰ παιδιˬά μας σὲ τάξη σύνηθ. Ὁ δασκαλάκος μας ἔναι τοῦ θεοῦ ἄνθρωπος Πελοπν. (Γαργαλ.) 2) Ὁ μικρᾶς μορφώσεως διδάσκαλος σύνηθ.: Τί σπούδασε κιˬ αὐτός; ἕνας δασκαλάκος βγῆκε! Ἀθῆν. Ἂ μωρὲ δασκαλάκο, μοῦ κορδώνεσαι καὶ σύ! Πελοπν. (Γαργαλ.) β) Εἰρωνικῶς, ὁ δῆθεν διανοούμενος Πελοπν. (Γαργαλ.): Ἔναι, γλέπεις, δασκαλάκος, πάει σὰν ψαλίδι ἡ γλῶσσα του. Ἡ λ. ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Πελοπν. (Δρυάλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/