γλυκοκαιρία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκαιρία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκοκαιρία ἡ, Σέριφ. γλυκοκαιριˬὰ Ἰων. (Κρην.) Μῆλ. Νάξ. γλυκοαιριˬὰ Κῶς (Πυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. καιρός.
Σημασιολογία
Ἡ εὐδία, ἡ γλυκύτης τοῦ καιροῦ ἔνθ᾿ ἀν.: Μὲ τσὶ γλυοκαιριˬὲς ἄνθισ᾿ ἡ πασκαλιˬὰ Μῆλ. Οἱ bαχαρόαιροι εἶναι γλυκοαιριˬὲς (bαχαρόαιροι = άνοιξιάτικοι καιροὶ) Κῶς (Πυλ.) Συνών. καλοκαιρία, καλωσύνη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA