γλυκοκακκαρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοκακκαρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοκακκαρίζω Ἰων. (Σμύρν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. κακκαρίζω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ πέρδικος, κακκαρίζω κατὰ τρόπον εὐχάριστον, γλυκύν: ᾎσμ. Ν᾿ ἀκούσω καὶ τὴν πέρδικα νὰ γλυκοκακκαρίσῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/