δασκαλευτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλευτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δασκαλευτὴς ὁ, ἐνιαχ. δασκαλεύτρα Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δασκαλεύω.

Σημασιολογία

Ὁ σύμβουλος ἐπὶ κακῷ, ἐπὶ ἐρωτικῶν ἰδίως ὑποθέσεων. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. δάσκαλος 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/