Γυˬοῦρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γυˬοῦρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

Γυˬοῦρα τά, σύνηθ. Γυˬόρα Σῦρ.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. Γύαρος καὶ Γύαρα.

Σημασιολογία

Ὄνομα νησῖδος, ΒΔ τῆς Σύρου κειμένης, ἡ ὁποία διὰ τὸ ἔρημον καὶ ἄγονον αὐτῆς ἀπαντᾷ εἰς μεταφ. φρ. σύνηθ.: Θὰ σὲ στείλω ᾿ς τὰ Γυˬοῦρα (θὰ σὲ στείλω εἰς τὸν διάβολον) Λέσβ. Ἄdι ᾿ς τὰ Γυˬοῦρα («ἔρρ᾿ ἐς κόρακας») Μ. Ἀσία (Κυδων.) Ποῦ ᾿ς τὰ Γυˬοῦρα πῆγε; (συνών. μὲ τὴν φρ. «Ποῦ εἰς τὸ διάβολο πῆγε;») αὐτόθ. Πήγαινε ᾿ς τὰ Γυοῦρα! (συνών. μὲ τὸ «γκρεμοτσακίσου») Πελοπν. (Μεσσην.) Εἶναι γιˬὰ τὰ Γυˬοῦρα (ἐπὶ ἀνθρώπου μὴ ἔχοντος σώας τὰς φρένας, συνών. μὲ τὴν φρ. «εἶναι γιˬὰ τὴν Τῆνο») Ἀθῆν. Θαρρεῖ πὼς τὸν ἔφεραν ἀπὸ τὰ Γυˬοῦρα (ἐπὶ ἁπλοϊκοῦ καὶ ἀξέστου) Σῦρ. || Παροιμ. Τὸ πουλλί μου ᾿ναι ᾿ς τὰ Γυˬοῦρα, μὰ ᾿χω κιˬ ἄλλη ᾿ς τὰ σιγούρα (ἐπὶ ἀπίστου συζύγου ἐρωτομανοῦς) Μύκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/