γλυκοκαλάτζευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκαλάτζευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκοπαλάτζευτος ἐπίθ. ἐνιαχ. γλυκοκαλάτευτος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ ρ. καλατζεύω.
Σημασιολογία
Εὐπροσήγορος εἰς τούς λόγους, γλυκομίλητος ἔνθ᾿ ἀν.: Κόκκινα τὰ χράδας ἀτουν, γλυκοκαλάτευτοι, ἅμον Παναγίες (χράδας = πρόσωπα) Σάντ. Πολλὰ γλυκοκαλάτευτος ἔν᾿ ἡ θεγατέρα ᾿τς Χαλδ. Συνών. γλυκομίλητος. Ἀντίθ. ἀκαλάτσευτος, ἀκατάδεκτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA