δασκάλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκάλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δασκάλι τό, Κρήτ. (Ἀμάρ. Ἀποκόρ. Μαλάκ. Μύρθ. κ.ἀ.) Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος κατὰ τύπ. ὑποκορ. Πβ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 29 (1917), Λεξικογρ. Ἀρχ., 10
Σημασιολογία
Δασκαλάκι 3, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐσκολάσανε τὰ δασκάλιˬα ἀποὺ τὸ σκολε͜ιὸ κ᾿ ἔρχουdαι Κρήτ. (Μαλάκ.) Τὸ ρίξανε ᾿ς τὸ πάλιˬο τὰ δασκάλιˬα (πάλιˬο = πάλεμα, πάλη) Κρήτ. (Ἀμάρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA