δασκαλικὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκαλικὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δασκαλικὴ ἡ, πολλαχ. δσκαλικὴ Πόντ. (Ἴμερ. Σάντ. κ.ἀ.) δεσκαλικὴ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. διδασκαλική.
Σημασιολογία
Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ διδασκάλου πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Σαντ. Χαλδ. κ.ἀ.): Μὲ τὴ δασκαλικὴ μεγάλωσε τὰ παιδιˬά του καὶ πάντρεψε τὶς κόρες του κοιν. Δυὸ χρόνιˬα τώρα σπούδαζε τὴ δασκαλικὴ Γ. Βλαχογιάνν., Ν. Ἑστ. 17 (1935), 118 || ᾎσμ. Ἂ ᾿ὲμ-μοῦ ᾿ώτσῃς τὸ χρουσό, δῶσε μου σκιˬὰ μπατσίρες, γιˬατὶ ᾿ποὺ τὴ δασκαλιτσὴ θαρῶ πὼς τὶς ἐπῆρες (σκιˬὰ = ὀλίγον, μπατσίρα = χάλκινον νόμισμα, γρόσιον) Κάρπ. Συνών. εἰς λ. δασκαλε͜ία 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA