γυράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυράκι τό, πολλαχ. ᾿υράκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γῦρος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μικρὸς γῦρος, ἡ μικρὰ περιδιάβασις πολλαχ.: Τί λέτε; κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς γυράκι; Ζάκ. Ἕνα γυράκι θὰ κάμω ἐδωδὰ καὶ θὰ γυρίσω Κεφαλλ. Συνών. γυρούλα. 2) Ἡ γωνία ἀγροῦ ἡ μὴ δυναμένη νὰ ἀροθῇ καλῶς ὑπὸ τοῦ ἀρότρου Σίφν.: Ὁ ζευγᾶς ζευγαρίζει καὶ πίσω ἄλ-λdος, ὁ σκάφτης, κάνει τὶς γωνίες, τὰ γυράκιˬα, σπᾷ τοὺς σβώλους. Συνών. ἀγκωνὴ 2γ, διˬάργος, μεσαριˬά, παραβολή. 3) Στροφὴ κατὰ τὴν ὄρχησιν Γ. Ξενοπ., Ἰσαβέλλ., 13: Ἕνα γυράκι μονάχα σοτὶς μ᾿ ἐκεῖνο τὸν ἄσχημο νέο (σοτὶς= εἶδος χοροῦ ὁμοίου πρὸς τὸ βάλς). Πβ. γύρα 3. 4) Ἡ μικρὰ ξυλίνη στεφάνη τοῦ κοσκίνου Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἕνα ᾿υράκι τοῦ κόσκινό ᾿χω κ᾿ ἤλεα πὼς θὰ τὸ κάμω ᾿να gόσκινο, μὰ δέ d᾿ ἀξιˬώνομαι (= δὲν τὸ κατορθώνω). 5) Ἡ στενὴ λωρὶς κεντημένου ὑφάσματος, ἡ παραθέουσα το κάτω μέρος τῆς κλίνης Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μωρή, ᾿ιˬὰ φέρε τὸ ᾿υράκι νὰ τὸ βάω ᾿ς τὸ κρεββάτι. Ὄμορφο ᾿ναι τὸ ᾿υράκι τοῦ κρεββαθιˬοῦ σας. Συνών. γῦρος 3στ, κρεββατόγυρος. β) Ἡ στενὴ λωρὶς ὑφάσματος, ἡ σχηματιζόμενη ἐξ ἀναστροφῆς τοῦ κρασπέδου γυναικείου φορέματος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εἶdα κατακαμένο ᾿υράκι ᾿τονε τὸ φουστάνι αὐτό! Ἕμα δαχτυάκι ᾿ναι. Συνών. στριφωματάκι, καμοῦφο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA