γλυκοκατεβάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοκατεβάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοκατεβάζω Γ. Σουρ, Ρωμ., 2.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. κατεβάζω.

Σημασιολογία

Καταβιβάζω εἰς τὸν φάρυγγα, ἤτοι πίνω τι ἡδέως, εὐχαρίστως Ποίημ. Καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Ρωμιˬὸς τὸ γλυκοκατεβάζει (νοεῖται τὸ κρασί).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/