δασκαλίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δασκαλίτσα ἡ, κοιν. δσκαλίτσα Πόντ. (Σταυρ.) γιˬασκαλίτσα Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτσα.

Σημασιολογία

Ἡ μικρὰ τὴν ἡλικίαν ἢ τὸ σῶμα διδασκάλισσα κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Σταυρ.): Καινούργιˬο προσωπικὸ μᾶς ἦρθε φέτος ᾿ς τὸ σκολεῖο· εἶναι καὶ μιˬὰ δασκαλίτσα χαριτωμένη κοιν. Ἦρθε μιˬα δασκαλίτσα ᾿ς τὸ σκολεῖο καὶ δὲν τὴν ἀκοῦσι τὰ παιδία καθόλου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔγινε κ᾿ εὐτούνη μνιˬὰ δασκαλίτσα καὶ μᾶς κάνει τὴ μεγάλη (σπωπτικῶς) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἡ δασκαλίτσα τῆς κοπελτουδίτσας ἠγάπαν dὸν ἀφέντην δης Ἀστυπ. || ᾎσμ. Σοφίτσα μου, πουλλίτσα μου, μικρέσσα δσκαλίτσα μ᾿, ὁ πρόσωπό σ᾿ ἄσπρο χαρτίν, ψιλὰ-ψιλὰ γραμμένον Σταυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/