δασκαλοαναθρεμμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκαλοαναθρεμμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δασκαλοαναθρεμμένος ἐπιθ. Σ. Ραμᾶ, Τὰ παλιὰ καὶ καινούργ., 16.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος καὶ τῆς μετοχ. ἀναθρεμμένος τοῦ ρ. ἀναθρέφω.
Σημασιολογία
Πεπαιδευμένος, μορφωθεὶς ὑπὸ διδασκάλων: Δὲν τὸ κάνει, ἐπειδὴ προστάζει καμμιˬὰ πονηρὴ θεότητα, ἀλλὰ διότι συμφέρει ἡ συναλλαγὴ ᾿ς τοὺς δασκαλοαναθρεμμένους, ποὺ διοικοῦν τὸν ἀμόρφωτο λαὸ ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA