δασκαλοπούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλοπούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δασκαλοπούλα ἡ, σύνηθ. δασκαλοπούλου Ἀστυπ. δασκαλοπούλ-λdα Κῶς

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πούλα, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 1, 636 κ.ἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ θυγάτηρ τοῦ διδασκάλου ἔνθ᾿ ἀν.: Δασκαλοπούλα ᾿ναι, μὰ δέ ᾿φελᾷ ᾿ς τὰ γράμματα Κρήτ. (Σητ.) Ἐμάθετε τὰ νέα; Γαμbρολοέται ἡ δασκαλοπούλ-λdα Κῶς. Ἐτέλτσωσεν ἡ προξεν-νιˬὰ τσ᾿ ἡ δασκάλ᾿τσα γένητσεμ μητρυιὰ τῆς δασκαλοπούλτας της Ἀστυπ. || ᾎσμ. Δασκαλοπούλα κάθεται χαμάρρωστη ᾿ς τὸ δῶμα (χαμάρρωστη = ὀλίγον ἀσθενὴς) Κρήτ. (Νεάπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/