γύργυρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γύργυρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γύργυρας ὁ, ἐνιαχ. γύργυλας Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρεάντ. Κερασ. Κοτύωρ. κ.ἀ.) γύργυλες Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γῦρος δι᾿ ἀναδιπλασιασμοῦ. Ἡ τροπὴ τοῦ ρ εἰς λ δι᾿ ἀνομοίωσιν. Πβ. τὰ Ποντιακὰ τριγυλίζω ‹τριγυρίζω, τριγύλου ‹τριγύρω κ.ἄ. Κατὰ Ἀνθ. Παπαδόπ. εἰς Ἀρχ. Πόντ., 12 (1946), 10 ἐκ. τῶν οὐσ. γῦρος καὶ τοῦ ἀμαρτ. κέρκελλας, μεγεθ. τοῦ οὐσ. κερκέλλιν ‹ κρικέλλιν.
Σημασιολογία
Τὸ οὐράνιον τόξον ὡς ἀποτελούμενον ἐκ πολλῶν χρωμάτων γύρων ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἁγία Ἑλένη 2, ἁγία ζώνη, ἀνεμοδόχος, γριᾶς τὸ λουρὶ, δόξα, δοξάρι, ζωνάρι, ζωνάρι τῆς γριᾶς - τῆς καλόγριας - τῆς Παναγίας - τοῦ Θεοῦ, ζώνη τῆς ἁγιˬα-Ἑλένη - τῆς καλόγριας- τῆς κυρᾶς - τῆς Παναγίας, θεοδόξαρο, καμάρα, καπιράνι, κεραζόζα, κεραζοῦ, κεραζώνη, κερασελένη, κυρα - Ἑλένη, κουλούρα, κυρα - Λισιά, λουρί, μαρούλι, νερατζούλα, σουσουμπάμπα, τόξο, τόξο τῆς Παναγίας - τοῦ Θεοῦ - τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA