δασκαλόσπιτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλόσπιτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δασκαλόσπιτο τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ.) δασκαλόσπ᾿του Ἤπ. (Κουκούλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δάσκαλος καὶ σπίτι.

Σημασιολογία

1) Ἡ οἰκία τοῦ διδασκάλου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 2) Ἡ οἰκογένεια ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ ἕν μέλος τῆς ὁποίας εἶναι δάσκαλος Ἤπ. (Κουκούλ): ᾿Σ τοὺ χουργιˬό μας εἶνι κὶ τρία δασκαλόσπ᾿τα π᾿ στέκουν καλά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/