δασκαλούδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλούδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δασκαλούδα ἡ, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ· -ούδα.

Σημασιολογία

1) Ἡ μικρὰ τὴν ἡλικίαν ἢ τὸ σῶμα διδασκάλισσα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 2) Ἡ μαθήτρια Πελοπν. (Οἰν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/