δασκαλούλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκαλούλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δασκαλούλα ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δασκάλα διά τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλα.
Σημασιολογία
Ἡ διδασκάλισσα, θωπευτικῶς, πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA