γλυκοκοίμισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοκοίμισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκοκοίμισμα τό, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. γλυκουκοίμ᾿σμα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γλυκοκοίμημα Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλυκοκοιμίζω. Ὁ τύπ. γλυκοκοίμημα ἐκ τοῦ γλυκοκοιμᾶμαι, ὁ δὲ γλυκοκοίμισμα καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

Τὸ ἡδέως κοιμίζειν τινὰ ἔνθ᾿ ἀν.: Τοῦ παιδιˬοῦ τὸ γλυκοκοίμισμα μὲ τὸ νανούρισμα Λεξ. Δημητρ. β) Τὸ κοιμᾶσθαι ἡδέως Λεξ. Δημητρ.: Τοῦ γεροῦ παιδιˬοῦ τὸ γλυκοκοίμημα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/