δασκαλούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκαλούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δασκαλούλι τό, ἐνιαχ. δασκάλού᾿ Μακεδ. (Βόιον Δασοχώρ. Καταφύγ. Λιτόχ. Σίτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος διὰ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλι.
Σημασιολογία
Δασκαλούδι 2, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Πόσα δασκαλούλιˬα εἶνι φέτου ᾿ς τοῦ σκουλε͜ιό; Μακεδ. (Δασοχώρ.) Τί ὥρα τ᾿ ἀπουλνάει ἡ δάσκαλους τὰ δασκαλούλιˬα; αὐτόθ. Σκόλασαν τὰ δασκαλούλιˬα; Μακεδ. (Λιτόχ.) || ᾎσμ. Ἔχουν κὶ τοὺς παππᾶδις τους μαζὶ μὲ τ᾿ς λαϊκοί τους, ἔχουν κὶ τοὺς δασκάλοι τους μαζὶ μὶ τὰ δασκαλούλιˬα Μακεδ. (Σίτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA