γλυκοκοίταγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκοίταγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκοκοίταγμα τό, Ἰων. (Σμύρν.) Κωνπλ. κ.ἀ.- Ι. Πολέμ., Κειμήλ., 48 – Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκοκοίταμα Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλυκοκοιτάζω.
Σημασιολογία
Τὸ μετὰ γλυκύτητος, μετὰ συμπαθείας ἤ ἐρωτικῶς προσβλέπειν ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Ἄχ, πότε, φῶς μου, πέ μου το, πότε θὰ μοῦ χαρίσῃς ἕνα σου γλυκοκοίταγμα νὰ μὲ παρηγορήσῃς; Ἰων. (Σμύρν.) Κωνπλ. || Ποίημ. Ἐλέησε τῶν χειρῶν τοὺς κόπους | καὶ τῶν στηθῶν τ᾿ ἀναστενάγματα, ἀνέμους μαύρων καταιγίδων, καὶ τὰ γλυκοκοιτάγματα | τῶν ματιˬῶν καὶ τῶν ἐλπίδων Ι. Πολέμ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA