γλυκοκόρη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοκόρη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκοκόρη ἡ, Κρήτ. (Ἱεραπ. Λατσίδ. κ.ἀ.) Νίσυρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἑπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. κόρη.

Σημασιολογία

Θωπευτ., προσφώνησις πρὸς νέαν προσφιλῆ καὶ ὡραίαν ἔνθ᾿ ἀν.: Ὦ γλυκοκόρη μου, νὰ σὲ χαρῇ ἡ μάννα ποὺ σ᾿ ἔχει! Νίσυρ. || ᾎσμ. Καλῶς τὴν κόρη, τὴ γλυκοκόρη (ἑξ ἑπῳδ.) Ἱεραπ. Λατσίδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/