δασκαλοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκαλοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δασκαλοφέρνω Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περὶ τοῦ ὁποίου ὡς β΄ συνθετ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22(1910), 252.
Σημασιολογία
Ὁμοιάζω πρὸς διδάσκαλον διὰ τὴν σχολαστικότητα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA