γλυκοκκούκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκκούκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκοκκούκι τό, K. Friedler, Grammaire, 1,524 Κορ., Ἄτ., 4,81 γλυκόκοκκο Δ. Δημάδ. Δασικ. βλάστ. Ἑλλὰδ., 47 Χελδρ. Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. Φυτ., 85- Λεξ. Βερ. 136 Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ Βυζαντ. οὐσ. γλυκοκοὺκκι, ὡς δηλοῦται ἐκ τοῦ παρὰ Δουκ. γλυκοκκουκίον.
Σημασιολογία
1) Ὁ καρπὸς τοῦ φυτοῦ Κελτὶς ἡ νότιος (Celtis australis), τῆς γλυκοκουκκιˬᾶς, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν 2) Τὸ ἴδιον τὸ φυτὸν Κελτὶς ἡ νότιος (Celtis australis) τῆς οὶκογ. τῶν Πτελεϊδῶν (Ulmaceae) Δ. Δημάδ. Δασικ. Βλαστ. Ἑλλάδ., ἔνθ᾿ ἀν. K. Friedler, Grammaire, ἔνθ᾿ ἀν Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., ἔνθ᾿ ἀν - Λεξ. Βερ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA