γλυκοκουκκιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκουκκιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκοκουκκιˬὰ ἡ, Λεξ. Βλαστ. 476 Δημητρ. γλυκοκοκκιˬὰ Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 490 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὺσ. γλυκοκούκκι.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν Κελτὶς ἡ νότιος (Celtis australis) τῆς οἰκογ. τῶν Πτελεϊδῶν (Ulmaceae), τὸ ἀλικάκαβον τοῦ Διοσκορ. (Ὕλ. ἰατρ. 4,71), ἔνθ᾿ ἀν Συνών. γλυκοκούκκι 2, κακαβιˬά, κεράδα, κοκκονιˬά, κοπρίβα, κορτσιδιˬά, κουτσομηλιˬά, λουτιˬά, μελικουκκιˬά, μικροκουκκιˬά, τρικουκκιˬά, φτελοκουκκιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA